ατηγάνιστος

ατηγάνιστος
ατηγάνιστος, -η, -ο και ατηγάνητος, -η, -ο
αυτός που δεν τηγανίστηκε καθόλου ή δεν τηγανίστηκε καλά: Τα ψάρια στέκονται ακόμη ατηγάνιστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”